- γαλοπούλα
- dinde
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γαλοπούλα — η θηλυκός γάλος: Τα Χριστούγεννα φάγαμε γαλοπούλα γεμιστή με κάστανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλοπούλα — η θηλυκή ινδική όρνιθα, θηλυκός διάνος … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αραπόκοτα — η η γαλοπούλα … Dictionary of Greek
γάλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος)… … Dictionary of Greek
γαλήσιος — α, ο [γάλος] αυτός που ανήκει σε γαλοπούλα ή προέρχεται απ αυτήν … Dictionary of Greek
γαλί — το 1. μικρό γαλόπουλο 2. γαλοπούλα 3. άνθρωπος ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού γάλος*] … Dictionary of Greek
γαλόπουλο — το μικρός γάλος, μικρή γαλοπούλα … Dictionary of Greek
ινδιάνος — ό και θηλ. ινδιάνα 1. (ως εθν. όν.) Ινδιάνος, α ιθαγενής κάτοικος τής Αμερικής, ερυθρόδερμος β) σπαν. ο κάτοικος τής Ινδίας, ο Ινδός 2. το πτηνό ινδόρνις, γαλοπούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Indian < India. Η σημ. τής … Dictionary of Greek
μελεαγρίς — η (Α μελεαγρίς, ίδος) γένος ορνιθόμορφων πτηνών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια meleagridae, γνωστό κοινώς σήμερα ως γαλοπούλα αρχ. ως κύριο όν. Μελεαγρίς τίτλος έργου τού Αντισθένη («καθὼς ἱστορεῑ Ἀντισθένης ἐν γ… … Dictionary of Greek
παραγεμιστός — ή, ό / παραγεμιστός, ή, όν, ΝΜ (συν. για φαγητό) αυτός που περιέχει γέμιση («παραγεμιστή γαλοπούλα»). επίρρ... παραγεμιστά με παραγεμιστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γεμιστός (< γεμίζω)] … Dictionary of Greek